μαζούτ — το άκλ. (λ. ρωσ.), πυκνόρρευστο υγρό που μένει από την απόσταξη του πετρελαίου, το βαρύ πετρέλαιο: Είχαν κεντρική θέρμανση με μαζούτ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καυστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την καύση στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου κλπ.) με σκοπό την παραγωγή θερμότητας. Η λειτουργία του κ. συνίσταται καταρχήν στην εισαγωγή ενός κατάλληλα προετοιμασμένου καυσίμου σε έναν μικρό ή μεγάλο… … Dictionary of Greek
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek
πετρελαιοειδή — τα το πετρέλαιο και τα συγγενή με αυτό εύφλεκτα υγρά (βενζίνη, μαζούτ, νάφθα κ.ά.): Ανέβηκε πάλι η τιμή των πετρελαιοειδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)